- πολυδειράς
- πολυ - δειράς, άδος (δειρή): manyridged, epith. of Mt. Olympus. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολυδειράς — with many ridges masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
πολυδειράδι — πολυδειράς with many ridges masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδειράδος — πολυδειράς with many ridges masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύδειρος — ον, ΜΑ πολυδειράς (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. ποικιλό δειρος] … Dictionary of Greek